Κεφαλίων

Κεφαλίων
(1ος-2ος αι. μ.Χ.). Ρήτορας και ιστορικός. Κάποιοι τον συγχέουν με τον Κεφαλίωνα ή Κεφάλωνα τον Γεργίθιο, όμως ο τελευταίος αποτελεί πλασματικό πρόσωπο, με το όνομα του οποίου ο ιστοριογράφος Ηγησιάναξ είχε εκδώσει το έργο του Τρωικά στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. Ο Κ. έζησε την εποχή του Αδριανού και αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του, επειδή ήρθε σε ρήξη με τους άρχοντες. Εγκαταστάθηκε στη Σικελία, όπου έγραψε το ιστορικό έργο Παντοδαπαί ιστορίαι σε 9 βιβλία. Το κείμενο αυτό αποτελεί σύνοψη της παγκόσμιας ιστορίας και επαινέθηκε για την πυκνότητα του ύφους του από τον Φώτιο, ο οποίος το ονόμασε Σύντομον ιστορικόν. Πρόκειται για έργο γραμμένο σε ιωνική διάλεκτο, κατά μίμηση του Ηρόδοτου, καθένα από τα βιβλία του οποίου τιτλοφορείται με το όνομα μίας από τις Μούσες. Ένα μεγάλο μέρος των διασωθέντων αποσπασμάτων δημοσιεύτηκε στον τρίτο τόμο των Ελληνικών Αποσπασμάτων του Μίλερ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κεφαλίων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλίων — κεφάλιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεφάλιον — Κεφαλίων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαργαρίτα — Κοινή ονομασία πολλών άγριων ή καλλιεργούμενων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια των συνθέτων (compositae) και έχουν άνθη κατά κεφάλια, με εμφανή ακτινοειδή στεφάνη. Σε πολλές περιπτώσεις, οι μ. φέρουν δύο ειδών άνθη: τα πρώτα έχουν ακτινωτή… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • CAPITONES — apud Arnobium, adv. Gentes l. 5. Ergo dicendum est quosdam Captiones, silunculos, frontones etc. sunt quibus caput solitô vastius. Glossae veteres: Capito, κεφαλίων. Plautus vero duros Capitones facete appellavit parasitos quod ollas sibi in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”